κατάξηρος

κατάξηρος
κατάξηρος
very dry
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ …   Dictionary of Greek

  • καταξήρως — κατάξηρος very dry adverbial κατάξηρος very dry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρον — κατάξηρος very dry masc/fem acc sg κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήροις — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρου — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρους — κατάξηρος very dry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρων — κατάξηρος very dry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταξήρῳ — κατάξηρος very dry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηρα — κατάξηρος very dry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάξηροι — κατάξηρος very dry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”